Υπάρχει ένας μύθος, που λέει ο Απουλήιος, για την κόρη ενός βασιλιά, την Ψυχή, τόσο όμορφη, ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να τη θαυμάζουν και να τη λατρεύουν, λησμονώντας ακόμη κι αυτήν την Αφροδίτη. Βλέποντας τα ιερά της να ερημώνονται, η θεά ζήτησε από το γιο της, τον Έρωτα, να τιμωρήσει αυτήν τη θνητή, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον πιο αποκρουστικό άντρα του κόσμου. Πράγματι, ο Έρωτας πήγε στην κάμαρα της κόρης· εκτός από τα θανάσιμα βέλη του, είχε μαζί του και δύο κεχριμπαρένια δοχεία – το ένα με το πικρό νερό της λύπης και το άλλο με το γλυκό νερό της χαράς. Η Ψυχή κοιμόταν κι εκείνος έσταξε στα χείλη της μερικές σταγόνες πικρό νερό – όμως, η ομορφιά της άρχισε να τον αιχμαλωτίζει. Ίσα που την άγγιξε με την άκρη του βέλους του· εκείνη ξύπνησε· δεν μπορούσε να τον δει, όμως εκείνος είδε τα μάτια της και μαγεμένος από εκείνο το βλέμμα έστρεψε κατά λάθος το ίδιο του το βέλος στον εαυτό του. Έχοντας πέσει θύμα της δύναμής του, ο Έρωτας ράντισε με το γλυκό νερό τα μαλλιά της Ψυχής, θέλοντας να επανορθώσει το κακό που της είχε κάνει.
Καθώς περνούσε ο καιρός, η Ψυχή εξακολουθούσε να προκαλεί το θαυμασμό και τη λατρεία των ανθρώπων. Όμως, κανείς δεν την ερωτεύτηκε, κανείς δεν ζήτησε να την παντρευτεί. Απελπισμένοι οι γονείς της πήγανε στο Μαντείο των Δελφών· και ο Απόλλωνας, δασκαλεμένος από τον Έρωτα, έδωσε τον τρομερό χρησμό του: «η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού· ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί».
Ο χρησμός προκάλεσε θλίψη, όμως ποιος θα μπορούσε να αγνοήσει τα λόγια του θεού; Ο γάμος ετοιμάστηκε μέσα σε ατμόσφαιρα πένθιμη, όλος ο λαός συνόδεψε με θρήνους τη νύφη στην κορυφή του βουνού και την άφησε εκεί μόνη της. Κι ενώ εκείνη περίμενε κλαίγοντας την εκπλήρωση του χρησμού, ο Ζέφυρος τη σήκωσε απαλά από τη γη και την έφερε σε μια ανθισμένη κοιλάδα. Η κόρη αποκοιμήθηκε αποκαμωμένη κι όταν ξύπνησε, περπάτησε τριγύρω και είδε μπροστά της ένα λαμπρό παλάτι, που φαινόταν πως δεν το είχαν φτιάξει χέρια θνητού. Γοητευμένη, μπήκε στις εξαίσιες αίθουσες κι άκουσε μια φωνή να της λέει πως ό,τι έβλεπε ήταν δικό της και πως αυτό θα ήταν το σπίτι της από δω και πέρα.
Αργά τη νύχτα, έφτασε και ο κύριος του παλατιού· η Ψυχή δεν μπορούσε να τον δει, όμως, καθώς έγειρε δίπλα της κι άρχισε να της μιλάει τρυφερά, όλοι της οι φόβοι εξαφανίστηκαν· ήξερε πως ο άντρας της δεν μπορεί να ήταν ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά εκείνος που χρόνια περίμενε και ονειρευόταν.
Δεν πέρασε καιρός και η Ψυχή άρχισε να νιώθει νοσταλγία για την οικογένειά της. Ζήτησε, λοιπόν, από τον άντρα της να της επιτρέψει να δεχτεί τις δυο της αδελφές και να τους δείξει πόσο ευτυχισμένα ζούσε. Εκείνος προσπάθησε να την αποτρέψει, προειδοποιώντας την για τις συμφορές που θα ακολουθούσαν. Όμως δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί για πολύ στα δάκρυα και στις ικεσίες της και τελικά υπέκυψε, αφού προηγουμένως την έβαλε να του υποσχεθεί πως, ό,τι κι αν γινόταν, δεν θα επιχειρούσε ποτέ να τον δει. Έτσι, την άλλη μέρα, ο Ζέφυρος μετέφερε στο παλάτι τις δύο αδελφές της Ψυχής. Η αρχική τους χαρά για την ευτυχία της δεν άργησε να μετατραπεί σε ζήλια· κι όταν την κατάφεραν να τους πει ότι δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της, βρήκαν τον τρόπο να καταστρέψουν αυτήν την ευτυχία. Της υπενθύμισαν τον χρησμό και την έπεισαν ότι το αποκρουστικό τέρας που μοιραζόταν τις νύχτες το κρεβάτι της δεν θ’ αργούσε να την σκοτώσει: «Καλύτερα, λοιπόν, να τον σκοτώσεις πρώτη εσύ· πάρε αυτό το μαχαίρι, και όταν αποκοιμηθεί, κάρφωσέ το στην καρδιά του».
Έφυγαν, αφήνοντάς την να παλεύει με τους αναγεννημένους φόβους της και με την αίσθηση ότι δεν μπορεί να ήταν αληθινά τα λόγια τους. Ξεχνώντας τις προειδοποιήσεις του και τις υποσχέσεις της, τον περίμενε ν’ αποκοιμηθεί κι ύστερα πήρε ένα λυχνάρι και το μαχαίρι και έσκυψε από πάνω του, αποφασισμένη να τον σκοτώσει, αν η μορφή του ήταν τερατώδης. Αλλά, αντί για το αποκρουστικό τέρας, είδε τον ομορφότερο από τους θεούς· το μαχαίρι της έπεσε από τα χέρια και καθώς έγειρε για να τον δει καλύτερα, μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι έπεσε στον ώμο του. Άνοιξε τα μάτια του, την κοίταξε και χωρίς να πει λέξη πέταξε έξω από το παράθυρο. Εκείνη προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά έπεσε στο χώμα – εκεί πεσμένη τον άκουσε να της λέει «Έτσι λοιπόν ανταποδίδεις την αγάπη μου; Πήγαινε στις αδελφές σου, αφού προτίμησες τις συμβουλές τους από μένα. Η μοναδική σου τιμωρία είναι ότι ποτέ πια δεν θα με ξαναδείς: η αγάπη δεν μπορεί να ζήσει με την καχυποψία». Κι έφυγε.
Κανένας θρήνος, κανένας λόγος μετάνοιας, καμιά ικεσία δεν μπόρεσαν να τον λυγίσουν. Το παλάτι και η ανθισμένη κοιλάδα εξαφανίστηκαν σαν μην είχαν ποτέ υπάρξει και η Ψυχή απόμεινε μόνη της σ’ έναν ερημωμένο τόπο.
Τον είχε προδώσει. Τα είχε χάσει όλα. Έπρεπε να τιμωρηθεί, αλλά όχι έτσι, όχι με μια ζωή χωρίς τον Έρωτα. Αποφάσισε να γυρίσει όλον τον κόσμο, αναζητώντας τον. Περπατούσε μέρες και νύχτες, χωρίς τροφή και νερό, τα ρούχα της κουρελιάστηκαν, το σώμα της γέμισε πληγές· αλλά δεν την ένοιαζε – ήθελε μόνο να τον βρει, να του ζητήσει να τη συγχωρέσει, κι αν εκείνος δεν μπορούσε, να της χάριζε τουλάχιστον τον θάνατο. Κάποτε έφτασε σ’ έναν ναό και σκέφτηκε ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα, που συγκινήθηκε από τις προσευχές της δύστυχης κοπέλας και τη συμβούλεψε να πάει στην Αφροδίτη, να υποταχτεί στο θέλημά της και να της ζητήσει συγχώρεση.
Γεμάτη αμφιβολίες για το αν θα μπορούσε να εξευμενίσει την τρομερή θεά, η Ψυχή ακολούθησε τη συμβουλή. Η Αφροδίτη τη δέχτηκε αλλά η όψη της δεν προμήνυε τίποτα καλό. Της μίλησε με περιφρόνηση και της είπε πως αν θέλει να κερδίσει τον Έρωτα, θα πρέπει να περάσει αρκετές δοκιμασίες. Ύστερα την οδήγησε στον αποθήκη, της έδειξε ένα τεράστιο σωρό από μικρούς σπόρους και τη διέταξε να τους έχει ξεχωρίσει μέχρι το βράδι. Όταν έμεινε μόνη, η Ψυχή άρχισε να θρηνεί με τέτοια απόγνωση, ώστε τα μυρμήγκια τη λυπήθηκαν και μαζεύτηκαν κατά εκατοντάδες γύρω από τους σπόρους· πριν βραδιάσει, η διαταγή της Αφροδίτης είχε εκτελεστεί.
Η δεύτερη δοκιμασία δεν ήταν λιγότερο δύσκολη. Η θεά έδειξε στην Ψυχή τις όχθες ενός ποταμού όπου έβοσκαν χρυσόμαλλα πρόβατα και διέταξε να της φέρει λίγο από το πολύτιμο μαλλί τους. Καθώς η κοπέλα πλησίαζε στον ποταμό, άκουσε τα καλάμια να της ψιθυρίζουν πως, αν περίμενε να έρθουν τα πρόβατα να πιουν νερό, θα μπορούσε έπειτα να μαζέψει το μαλλί που θ’ απέμενε στα κλαδιά των γύρω θάμνων.
Αλλά το χρυσό μαλλί δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει τη μανία της Αφροδίτης. Έδωσε, λοιπόν, στην Ψυχή ένα άδειο κουτί και τη διέταξε να πάει στον Άδη, να παρουσιαστεί στην Περσεφόνη και να της πει: «Η κυρά μου, η Αφροδίτη, σε παρακαλεί να της στείλεις λίγη από την ομορφιά σου, επειδή φροντίζοντας τον πληγωμένο γιο της έχασε ένα μέρος από τη δική της».
Σίγουρη πια για τη μοίρα της, η Ψυχή κίνησε για τον κόσμο του Ερέβους. Και πάλι, μια φωνή την καθοδήγησε πώς θα βρει το δρόμο για το βασίλειο του Πλούτωνα, πώς θα αποφύγει τους κινδύνους και πώς θα περάσει με ασφάλεια από τον Κέρβερο· και τη συμβούλεψε να μην ανοίξει για κανένα λόγο το κουτί που θα της έδινε η Περσεφόνη.
Η αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου δεν αρνήθηκε το αίτημα της Αφροδίτης, κι έτσι η Ψυχή ολοκλήρωσε κι αυτή τη δοκιμασία. Αλλά, καθώς επέστρεφε, ξέχασε την τελευταία συμβουλή και άνοιξε το κουτί, με σκοπό να πάρει λίγη από την ομορφιά της θεάς, ώστε να μην εμφανιστεί άσχημη μπροστά τον αγαπημένο της Έρωτα.
Το κουτί ήταν άδειο – ή τουλάχιστον η Ψυχή δεν είδε τίποτα· όμως, σχεδόν αμέσως έπεσε στα μισά του δρόμου, βυθισμένη σ’ έναν περίεργο ύπνο – επειδή, η Περσεφόνη είχε βάλει μέσα στο κουτί τον Ύπνο της Στυγός.
Όλον αυτόν τον καιρό, ο Έρωτας ήταν σχεδόν φυλακισμένος στο παλάτι της μητέρας του, μέχρι να επουλωθεί πληγή του. Τη στιγμή που η Ψυχή υπέκυπτε στην περιέργειά της, εκείνος είχε πια ανακτήσει τις δυνάμεις του· βρίσκοντας ένα παράθυρο που είχε ξεχαστεί μισάνοιχτο, πέταξε έξω για να βρει την αγαπημένη του, αφού του ήταν αδύνατο να παρατείνει άλλο την τιμωρία της. Την είδε πεσμένη στο χώμα και την άγγιξε με την άκρη του αργυρού του βέλους: «Για άλλη μια φορά σε νίκησε η περιέργειά σου» της είπε· «ωστόσο, κάνε την παραγγελία της μητέρας μου και θα φροντίσω εγώ για τα υπόλοιπα».
Πράγματι, η Ψυχή παρέδωσε το κουτί στην Αφροδίτη, ενώ ο Έρωτας παρουσιάστηκε στον Δία και ζήτησε τη μεσολάβησή του. Σε λίγο, ο Ερμής έφερε την Ψυχή στον Όλυμπο, ενώπιον των θεών, και της προσέφερε ένα ποτήρι αμβροσία, λέγοντας: «Πιες το, Ψυχή, και θα γίνεις αθάνατη· ο Έρωτας ποτέ δεν θα ξεφύγει από αυτόν τον δεσμό, και οι γάμοι σας θα είναι αιώνιοι».
Κι έτσι, μετά από λάθη και δοκιμασίες, η Ψυχή ενώθηκε για πάντα με τον Έρωτα, κερδίζοντας το δώρο της αθανασίας.
Έργο του ARNOULD DE COOL DELPHINE - PSYCHE ET L’ AMOUR 1863
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου