(1-7-2001) Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου
Τα Ψαρρά δεν είναι νησί του Αιγαίου, είναι βωμός του Ελληνισμού. Ένας βωμός στην ολόμαυρη ράχη του οποίου έχει το καταφύγιό της η Ελευθερία, μνημονεύοντας τα λαμπρά παλικάρια και στολίζοντας τα μαλλιά τους με στέφανα δόξης.
Μέγας ιεράρχης εδώ είναι ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο Ψαρριανός που συμπύκνωσε σε μια μόνο γραμμή όλη την πεμπτουσία της ψυχής του ελληνικού πνεύματος μέσα στους αιώνες, όταν απάντησε στους εύλογους φόβους και στα όνειρα για το μέλλον του μονολογώντας ήσυχα «βρε Κωνσταντή, έτσι κι αλλιώς θα πεθάνεις!», και κάνοντας το σταυρό του όρμησε να κατακάψει την τουρκική παρουσία στο Αιγαίο.
Επιτρέψτε μου κι εμένα να ευχαριστήσω τον Θεό που μου έκανε τη χάρη να έλθω στα αγιασμένα τούτα χώματα, να τιμήσω τον Κανάρη, τους άλλους πυρπολητές των Ψαρρών, κι όλους τους προπάτορές σας, που με τη θυσία τους, με τον αφανισμό τους, έδωσαν στην Ελλάδα το στεφάνι της Λευτεριάς. Και παρακαλώ πολύ να μείνουμε όλοι όρθιοι επί ένα λεπτό, καταθέτοντας στη μνήμη τους ως μαρτυρία αφάτου τιμής τη σιωπή μας.
Άπειρος είναι ο αριθμός των Ελλήνων που έχουν μιλήσει με το ίδιο θέμα. Καθηγητές όλων των βαθμίδων, λόγιοι, πολιτικοί, άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης, έχουν μιλήσει για το ΄21. Και συνήθως, μας λέγουν πόσο μέγας υπήρξεν ο αγών, πόσο σπουδαίος ο λαός μας, πόσο όλα έγιναν άψογα.
Μιλώντας για το ΄21 θέλουμε να μένουμε προσκολλημένοι στον έπαινο, και αρνούμεθα να στρέψουμε το βλέμμα στην προβληματική. Κλείνουμε τα μάτια και τ΄ αυτιά μας μπροστά σε ό,τι θα μπορούσε να είναι όχι θριαμβολογία αλλά έλεγχος. Νομίζουμε πως αρκούν στους ήρωες τα μεγάλα μας λόγια και τα στεφάνια που καταθέτουμε. Δεν θέλουμε να νιώσουμε ότι η μόνη τιμή προς τους ήρωες, η μόνη αναγνώριση τη θυσίας τους, είναι όχι μόνον η μνήμη μας αλλά κυρίως η πράξη μας.
Αισθάνομαι όμως ότι εδώ στα Ψαρρά, τόπον ιερόν όπου αρχίζω τις ομιλίες μου εις τιμήν του Αγώνα, θα πρέπει όλους να μας καλέσω σε μιαν άσκηση αυτογνωσίας.
Θέλω να τολμήσουμε εδώ, μαζί, να δούμε την αδιαφορία μας για το ΄21. Πόσοι, αλήθεια, από τους σημερινούς Έλληνες συγκινούμεθα με τη θύμηση του; Πόσοι κατανοούμε το μήνυμά του και πόσοι νιώθουμε ότι η ζωή μας πρέπει νάναι σύμφωνη με το πνεύμα του;
Εκτός όμως από την αδιαφορία, υπάρχει και η άγνοια. Γνωρίζουμε όλοι ότι τα Ελληνόπουλα σήμερα στα σχολεία τους ελάχιστα μαθαίνουν για το ΄21, ελάχιστα έχουν συναίσθηση πόσο αίμα και πόσο βαθύ πόνο έχει μέσα του αυτό το σύμβολο που λέγεται σημαία, και που πολύ συχνά αντιμετωπίζεται σαν ένα κοινό πανί. Πολλές φορές αποκτούμε την εντύπωση ότι και σε ξένη χώρα να ζούσαν τα παιδιά μας, περίπου τα ίδια θα μάθαιναν. Και τα ξένα παιδιά, άλλωστε, που πηγαίνουν στο σχολείο με τα Ελληνόπουλα, δεν αισθάνονται πως αυτά δεν μετέχουν αυτής της κληρονομιάς.
Έχουμε μάθει να ρίχνουμε σε τρίτους τις ευθύνες, να λέμε ότι φταίει το υπουργείο Παιδείας γι αυτό, ή ότι φταίνε οι δάσκαλοι. Κι όμως, εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι, εμείς έχουμε δημιουργήσει αυτή την αποξένωση από τα ιερά και τα όσια του Γένους, δικοί μας είναι οι δάσκαλοι, δικό μας και το υπουργείο.
Εμείς βλέπουμε απαθείς και με ψευδοκατανόηση την πλήρη διάλυση της οικογένειάς μας – πως να μας ξυπνήσει από το λήθαργο η Τζαβέλενα; Εμείς έχουμε αφεθεί να πέσουμε μέσα στη γλυκειά δίνη του καταναλωτισμού – τί θάχαν να μας πουν για την τηλεόρασή μας οι μπουρλοτιέρηδες; Εμείς ζητάμε από τα σχολειά να μη τα κουράζουν τα παιδιά μας – θα τα εξοντώνουμε λοιπόν στην κούραση τα παιδιά μιλώντας τους για πατρίδα και ανδρεία;
Έχουμε φτιάξει μια κοινωνία που μοιάζει θερμοκήπιο του κακού. Κάθε σκηνοθετίσκος μπορεί να γελοιοποιεί από την τηλεόραση την αγάπη στην πατρίδα και την πίστη στον Θεό, κι εμείς τα βλέπουμε αυτά ξαπλωμένοι στις άνετες πολυθρόνες μας και γελάμε. Διασκεδάζουμε βλέποντας να γελοιοποιούνται οι ήρωες, να εξευτελίζονται αυτοί που πλήρωσαν με αίμα και φρίκη το δικαίωμά μας να καθόμαστε μπροστά σε τηλεόραση. Χωρίς καμιά συναίσθηση ντροπής και ευθύνης, χάσκουμε ηλιθίως βλέποντας τον εσκεμμένο και ασταμάτητο διασυρμό της πατρίδας και της πίστης.
Έχουμε φτιάξει μια παιδεία όπου η αγάπη στην πατρίδα θεωρείται φασισμός, και η προσευχή των μαθητών είναι πέντε τελετουργικές φράσεις χωρίς νόημα. Έχουμε αναθέσει την παιδαγωγία του παιδιού στην τηλεόραση. Κι εκείνη βέβαια μας πληρώνει, διδάσκοντας το παιδί μας ότι οι μόνες αληθινές αρετές είναι το κυνήγι του χρήματος, το κυνήγι της σάρκας, και το κυνήγι της πρόσκαιρης λάμψης.
Ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω τον Γεώργιο Πολίτη. Δεν σας κακίζω που δεν θυμάστε αυτό το μικρό ναυτάκι στο πλοίο του Μιαούλη. Ήταν η αιγυπτιακή αρμάδα μαζεμένη στη Μεθώνη και πήγε ο Μιαούλης να την καταστρέψει. Είχε μαζί του δυό σπουδαίους μπουρλοτιέρηδες, τον Πιπίνο και τον Ραφαλιά. Μα κανείς τους δεν τόλμησε να μπεί μέσα στο λιμάνι και να κολλήσει το πυρπολικό του στα πλοία του Μπραϊμ πασά. Ο Μιαούλης παρακάλεσε, ικέτεψε, απείλησε, αλλά τούλεγαν οι μπουρλοτιέρηδες πως αδύνατο ήταν να πετύχει. Ο Μιαούλης έμεινε μόνος να περπατά πάνω κάτω στην κουβέρτα του πλοίου του. Τότε, το μικρό ναυτάκι, ο Γιώργος Πολίτης, παρουσιάζεται μπρος του και του λέει:
- Δώσε μου το μπουρλότο του Ραφαλιά, θα πάω εγώ.
- Τ’ είσαι σύ ρε; Βρυχάται ο Μιαούλης. Είσαι καλύτερος καπετάνιος και ξέρεις τη δουλειά;
- Όχι, μα τι έχει να κάνει; απαντά σεμνά το ναυτάκι. Μια φορά, θα γίνει η δουλειά. Δίνω υπόσκεσι.
- Νιώθεις που θα πας μπρέ; ρωτά ο ναύαρχος. Θα πας να σκοτωθείς!
- Ό,τι πει ο θεός, ναύαρχε. Εκείνος ό,τι πεί.
Αυτή ήταν η απάντηση του μικρού. Και πήρε το μπουρλότο. Το μικρό ναυτάκι, δεκαοχτώ χρονών, μπήκε μέσα στο λιμάνι. Τον ακολούθησαν αμέσως οι άλλοι, γιατί ντράπηκαν που νιούτσικο παλικάρι πήγαινε μόνο του στα σαγόνια του θανάτου. Κι έγινε έτσι το θαύμα της καταστροφής του φοβερού αιγυπτιακού στόλου.
Θέλω να βάλετε το χέρι στην καρδιά, και να ρωτήσετε όλους τους Έλληνες: ποιά τηλεόραση θα χυτεύσει την ψυχή του μικρού ναύτη, του Γιώργου Πολίτη; Από ποιό σχολειό θα βγεί αυτό το παιδί σήμερα;
Να σας φέρω ένα πιό κοντινό παράδειγμα. Είπε γέροντας πιά ο Κανάρης σε κάποιους ξένους που τον επισκέφθηκαν να τον τιμήσουν: «Ευχαριστώ τον Θεό που επέτρεψε σ΄ ένα μικρό ναύτη ενός ελληνικού νησιού από τα πιό μικρά, να κάνει για την πατρίδα του κάτι».
Αυτά τα λόγια, τα χωρίς καμιά καύχηση, καμιά ξιπασιά, είπε ο γέροντας. Κι αναρωτιέμαι, όχι πόσο ήθος πρέπει νάχει εκείνος για να μιλήσει έτσι, αλλά ποιά ποιότητα πρέπει νάχει η κοινωνία για να μπορέσει να ακούσει αυτό το λόγο. Αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνουμε όλοι, ότι αυτά τα λόγια, αυτό το ήθος του Κανάρη, είναι ένα ακόμη μπουρλότο ενάντια όχι πια σε τούρκικα καράβια, αλλά στον αθεϊσμό και την αρνησιπατρία της εποχής μας.
Ερχόμενος στα Ψαρρά, στο νησί της υπέρτατης θυσίας, θα ήθελα να φέρω αυτόν τον προβληματισμό μέσα στις ψυχές του λαού μας: δεν τιμούμε αληθινά το ΄21 και τους αγωνιστές, δεν σεβόμεθα τις θυσίες των μυρηκάζοντας με την ευκαιρία επετείων λόγια θαυμασμού.
Δεν τιμούμε τον Θεό κουνώντας την κεφαλή μας και αναγνωρίζοντας ότι ναι, βέβαια, υπάρχει, λες και του κάνουμε τη χάρη να του επιτρέψουμε να υπάρχει. Δεν τιμούμε τον Κύριό μας θαυμάζοντες την αγαθότητά του και συνεχίζοντες τις αμαρτίες μας. Έτσι και τους ήρωες, δεν τους τιμούμε πράγματι παρά μόνον αν μπορούμε να σταθούμε εμπρός τους με ταπεινοφροσύνη, ζητώντας από τον Θεό να μας επιτρέψει να έχουμε πάντοτε στην καρδιά μας το φωτεινό παράδειγμά τους.
Θα ήθελα ο εορτασμός του ΄21 που αποφάσισε η Εκκλησία μας, να μας οδηγήσει όχι σε νέες ομιλίες με παλιό περιεχόμενο, όχι σε μεγαλαυχίες, αλλά σε μιαν επανεξέταση της πορείας μας. Να δούμε μέσα στην ψυχή μας και στην οικογένειά μας τι λάθος έχουμε κάνει, και πως θα πρέπει να το διορθώσουμε.
Αυτό θάναι το μόνο αληθινό στεφάνι μυρτιάς που μπορούμε πράγματι να καταθέσουμε στη μνήμη των αγωνιστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου