Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007
Νιάουστα
ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ
Πανηγυρικός που εκφωνήθηκε στις 4 Απριλίου 1997 για την 175η επέτειο του Ολοκαυτώματος από την καθηγήτρια του 1ου Γυμνασίου Νάουσας κ. Καρυδά -Μυλωνά Μαρία.
Αλλ’ ήλιος, άλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Κι ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χεροκροτούσε,
Κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης
Όμορφη, πλούσια κι άπαρτη και σεβαστή κι αγία
Με τους παραπάνω στίχους του εθνικού μας ποιητή Δ. Σολωμού προλογίζει ο Ρώσος Φιλέλληνας και ιστορικός Ιωάννης Πετρώφ το κείμενο που συνέταξε για το Ολοκαύτωμα της Νάουσας στο βιβλίο του «Άτλας του υπέρ ανεξαρτησίας Ιερού των Ελλήνων Αγώνος 1821- 1828» Και γράφει: άφθαστες σελίδες ηρωισμού έγραψε, ύστερα από την άτυχη επανάσταση της Χαλκιδικής, η Δυτική Μακεδονία με κέντρο τη Νάουσα, πατριωτική έπαλξη και μοναδικό όπλο όλης της Μακεδονίας. Η ιστορία, η επανάσταση και το ένδοξο ολοκαύτωμα της ωραίας και υπερήφανης αυτής Μακεδονικής πόλης, παρουσιάζεται σαν περίληψη όλης της Ελληνικής ιστορίας στα ηρωικότερά της φανερώματα και αποτελεί ύλη τραγωδίας και έπους.
Κυρίες και κύριοι,
Στο βάραθρο που ξανοίγεται μπροστά μας και στο σημείο που τώρα εμείς βρισκόμαστε, διαδραματίστηκε μια κορυφαία πράξη ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αυτοθυσίας για την αποφυγή της σκλαβιάς και της ατίμωσης. Αισθάνεται βαριά την ευθύνη η σημερινή ομιλήτρια, όταν μέσα σε λίγα λεπτά, μέσα στα στενά χρονικά όρια ενός πανηγυρικού λόγου θα πρέπει να μιλήσει για αγώνες ανδρών και γυναικών, για αίματα και φωτιές, για δάκρυα και πόνο αλλά συγχρόνως και για λεβεντιά, υπερηφάνεια, αγάπη για τη ζωή και έρωτα για την τιμή και τη λευτεριά. Όταν μέσα σε λίγες σελίδες πρέπει να κλείσει το μεγαλείο της Ελλάδας, μιλώντας για μια πόλη σαν τη Νάουσα. Νάουσα, πόλις ηρωική, κτισμένη σ’ ένα ψηλό αντέρεισμα του Ανατολικού Βερμίου, σχηματισμένο από το άνοιγμα δύο άγριων φαραγγιών που χαμηλώνουν απότομα προς τον κάμπο της Ημαθίας, στα σύνορα της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στεριώνει τις πλάτες της στο δασωμένο Βέρμιο, ενώ μπροστά της απλώνονται καταπράσινες πλαγιές και κάμπος γεμάτος αμπέλια, ροδακινιές και μηλιές. Δεξιά και αριστερά της πόλης κυλούν με βρόντο σκουρόχρωμα νερά που έχουν τις φλέβες τους στην καρδιά του Βερμίου. Είναι άραγε νέα, όπως τη θέλει η ιστορία, ίδρυση της πόλης στα τέλη του 14ου αιώνα, ή παλιά, όπως δείχνουν τα Σπήλαια της Σχολής του Αριστοτέλη και τα απομινάρια ιερού στις διπλανές πηγές, οι τάφοι και τα ερείπια των αρχαίων Μακεδόνων που ξεθάβονται στα θεμέλιά της και όπως το βροντοφωνάζουν τα νερά της Αράπιτσας που χρόνια ολόκληρα ρέουν ασταμάτητα ποτίζοντας τις πανάρχαιες ρίζες της; Είναι μαζί παλιά και νέα η Νάουσα. Είναι η μοίρα μας, είναι η μοίρα της Ελλάδας και του Έλληνα. Οι παλιότεροι περιηγητές που πέρασαν από τη Νάουσα στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και οι σημερινοί επισκέπτες γοητεύονται από τις φυσικές ομορφιές του τοπίου και τη φιλόξενη διάθεση των Ναουσαίων και κάποιοι απορούν. Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια πόλη, προικισμένη από τη φύση, δουλεμένη από τους κατοίκους, πλούσια, όμορφη, σχεδόν ημιανεξάρτητη, με τόσα προνόμια δοσμένα από τη Βαλιντέ Σουλτάνα, να ξεσηκωθεί και να μπει στον αγώνα κατά των Τούρκων θυσιάζοντας τα πλούτη της και την ευημερία της; "Ελεύθερη Μητρόπολη των Χριστιανών της πέραν του Αξιού Μακεδονίας" την αποκαλεί ο Γάλλος περιηγητής και ιστοριογράφος Πουγκεβίλ. Κι όμως η Νάουσα ξεσηκώθηκε σύσσωμη το Φλεβάρη του 1822. Με επικεφαλής εκλεκτά τέκνα του, ο λαός της Νάουσας θεώρησε χρέος του να πάρει μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα που είχε ήδη αρχίσει και βρισκόταν σε εξέλιξη στη Νότια Ελλάδα. Άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά, αφού μερικά χρόνια πριν, στα 1795, οι Ναουσαίοι είχαν αποκρούσει τρεις πολιορκίες του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος έφτασε στο σημείο να πει "Τα Γιάννενα κι αν με γέρασαν η Νάουσα θα με πεθάνει". Μυημένοι από νωρίς οι πρόκριτοι του τόπου στη Φιλική Εταιρεία, έχοντας παράδοση οι κάτοικοι στην οπλουργία και στην πολεμική τέχνη, πλαισιωμένοι από αρματωλούς και κλέφτες του Βερμίου, με αρχηγούς μεγάλες μορφές όπως ο Ζαφειράκης Λογοθέτης, ο Γεροκαρατάσος και ο Αγγελής Γάτσος από την Έδεσσα, αποφασίζουν να μπουν στην επανάσταση.
3 Μαρτίου 1822.
Ημέρα Κυριακή της Ορθοδοξίας. Η σημαία της λευτεριάς με το χρυσοκέντητο αναγεννώμενο φοίνικα ξεδιπλώνεται στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου και τα συγκεντρωμένα πλήθη μαγνητίζονται από τα λόγια του άρχοντα Ζαφειράκη. Μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού και με τις ευλογίες του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου δίνουν όρκο πίστης για «Λευτεριά ή θάνατο»Κι ο αγώνας αρχίζει. Εξοντώνουν τον κατή Αβδούλ Βεχάπ και την Τούρκικη φρουρά της πόλης, εκλέγουν πολιτικό αρχηγό το Ζαφειράκη και διορίζουν γενικό στρατιωτικό αρχηγό της επανάστασης το Γερο- Καρατάσο. Η πρώτη επίθεση των επαναστατημένων Ναουσαίων γίνεται κατά της Βέροιας. Η Τούρκικη φρουρά τρομοκρατημένη φεύγει αλλά οι Έλληνες δεν μπαίνουν στην πόλη, επειδή μαθαίνουν ότι φθάνει Τούρκικο σώμα από τη Θεσσαλονίκη. Γυρίζουν στη Νάουσα, αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν με όλες τους τις δυνάμεις τα στρατεύματα του Βαλή της Θεσσαλονίκης Εμπού Λουμπούτ. Ο Γάτσος πιάνει ένα πυκνό δάσος έξω από την πόλη, κοντά στο Αρκουδοχώρι. Ο Καρατάσος οχυρώνεται στη μονή της Παναγίας του Δοβρά και ο Ζαφειράκης με τους υπαρχηγούς του Τσιάμη Καρατάσο, Φίλιππο Θεοδοσίου, Γιαννάκη Καρατάσο και Ζώτο αναλαμβάνουν την άμυνα της πόλης.
12 Μαρτίου 1822.
Ο Κεχαγιάμπεης του Εμπού Λουμπούτ χτυπά με τα ασκέρια του το μοναστήρι της Παναγίας του Δοβρά. Η επίθεση αντιμετωπίζεται ηρωικά από τα παλικάρια του Γεροκαρατάσου και ο κεχαγιάμπεης υποχωρεί ηττημένος.
16 Μαρτίου 1822.
Αγανακτισμένος ο Εμπού Λουμπούτ αναλαμβάνει ο ίδιος την πολιορκία της Νάουσας. Επιτίθεται επανηλλειμένα κατά της πόλης αλλά οι προσπάθειές του δεν καρποφορούν. Βλέποντας ότι το πάρσιμο της πόλης ήταν πολύ δύσκολο και αναλογιζόμενος τις δικές του απώλειες προτείνει στο Ζαφειράκη και στους Ναουσαίους να του παραδώσουν την πόλη τάζοντάς τους αμνηστία και πλούτη. Οι Ναουσαίοι αρνούνται. «Μπέσα στους Αγαρινούς δεν δίνουμε. Ή θα λευτερωθούμε ή θα πεθάνουμε» είναι η απάντησή τους. Οι επιθέσεις των Τούρκων γίνονται τώρα ακόμα πιο ορμητικές. Το μαντάτο που έφτασε από την Υψηλή Πύλη σταλμένο από το Σουλτάνο «Πέτρα στην πέτρα να μη μείνει και ούτε πετεινού λαλιά να μην ακουστεί στις ρημαγμένες και στις ματωμένες όχθες της Αράπιτσας» πρέπει οπωσδήποτε να πάρει σάρκα και οστά. Και η πολιορκία συνεχίζεται. Μα η Νάουσα βαστάει. Όμως ως πότε; Οι άντρες αραιώνουν, τα πολεμοφόδια σώζονται, τα καριοφίλια αχρηστεύονται από την πολύ χρήση, τα τρόφιμα τελειώνουν και ελπίδα για βοήθεια από πουθενά. Κι ο εχθρός πολυάριθμος κι έχει ρίξει στη μάχη και κανόνια.
18 Απρίλη 1822.
Πατιέται η πύλη του Αγίου Γεωργίου. Μανιασμένοι οι Τούρκοι ορμούν στην πόλη σκορπίζοντας παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Οι ηρωισμοί όμως των Ναουσαίων δεν σταματούν. Κάθε σπίτι γίνεται ταμπούρι, κάθε πέτρα όπλο, κάθε δάκρυ μαχαίρι. Το αίμα κυλάει στο αφράτο χώμα και πυκνοί καπνοί ανεβαίνουν στον αιμάτινο ουρανό. Αντιστέκονται στο ναό του Αγίου Δημητρίου ο Βαρβαρέσης με τους Σιουγγαρέους υπερασπιζόμενοι τα γυναικόπαιδα και την εκκλησία, μα πέφτουν όλοι νεκροί. Οχυρώνονται οι οπλαρχηγοί Ζώτος, Τσιούπης και Κωτούλας Καρατάσος σε ένα μεγάλο σπίτι και προσπαθούν να αναχαιτίσουν το Τούρκικο ασκέρι. Αλλά οι δυνάμεις λιγοστές. Ακολουθεί ηρωική έξοδος και τέλος φωτιά στην πυριτιδαποθήκη. Ολοκαύτωμα, σαν εκείνο του Καψάλη και του Γιωργάκη Ολύμπιου. Ο πύργος του Ζαφειράκη, όπου είχαν μαζευτεί πάνω από 500 γυναικόπαιδα και 400 παλικάρια αντιστέκεται ακόμα. Μάταια; Ποιος ξέρει!
Στις 21 του Απρίλη αποφασίζουν ηρωική έξοδο και εξαπατώντας τους Τούρκους κατορθώνουν να διασώσουν μερικά γυναικόπαιδα και να τα οδηγήσουν στον άγιο Νικόλαο. Οι Τούρκοι μπαίνουν στον πύργο και κατασφάζουν τους εναπομείναντες υπερασπιστές του, παίρνοντας ομήρους τις οικογένειες των οπλαρχηγών και πολλά γυναικόπαιδα. Οι μάχες συνεχίζονται μέρα νύχτα στους δρόμους, στα καλντερίμια, στις όχθες της Αράπιτσας. Και να πως περιγράφει η Θάλεια Σαμαρά τη σκηνή της μεγάλης θυσίας των γυναικών. Αλαφιασμένες 13 νέες κοπέλες και μανούλες με μωρά στην αγκαλιά, μέσα απ τα χαλάσματα και τους καπνούς, τρέχουν προς τις ακρινές συνοικίες της πόλης με μια απεγνωσμένη κραυγή στο στόμα «στο βουνό, να σωθούμε». Βγαίνουν στην εξοχή, σταματούν, η ανάσα κόβεται, τα πόδια τρέμουν, τα μωρά βαραίνουν στις αγκαλιές, μα η ελπίδα τις δίνει φτερά. Κοντεύουν στο γιοφύρι της Αράπιτσας, στους Στουμπάνους, ίσως προλάβουν να σωθούν. Μα από μακριά ακούγεται σάλαγος, χλαλοή, ξεκαθαρίζει ποδοβολητό αλόγων, φωνές και βρισιές. Οι Τούρκοι "Αχ Παναγιά μου" θα τις προλάβουν. Κι ύστερα ξέρουν τι τις περιμένει ατίμωση και το σκλαβοπάζαρο. Η σκέψη τις τρελαίνει, πνίγονται. Ανασασμός μόνο ο θάνατος. Για μια στιγμή χαμένες, σταματάνε. Κάτω απ’ τα πόδια τους με βουητό πέφτουν τα αφρισμένα νερά της Αράπιτσας. Είναι τα νερά τους. Από μικρές ο ήχος τους τις νανούριζε, τις συντρόφευε σ’ όλες τις ώρες της ζωής τους, είναι κατάδικά τους, αγαπημένα, και ο θάνατος εδώ στην αφρισμένη τους δίνη θάναι γλυκός λυτρωμός. Και ο χορός ξεκινά. Η πρώτη κοπέλα πέφτει και ακολουθούν κι άλλη, κι άλλη, σφίγγοντας στον κόρφο τους τα βρέφη και ζητώντας συγχώρεση απ’ αυτά. Ο απανωτός γδούπος των κορμιών δένεται με τη βουή του καταρράχτη. Ο πόνος, ο λυγμός και το παράπονο πνίγεται, σβήνει στους αφρούς, μα ψηλά στον αέρα ανεβαίνουν ανάλαφρες οι ψυχές. Επιτέλους λεύτερες! Η σφαγή στην πόλη συνεχίζεται για 5 ημέρες. Και η διαταγή του Σουλτάνου εκτελείται. Η Νάουσα πάρθηκε. Κάηκαν τα σπίτια, γκρεμίστηκαν τα τείχη, χαλάστηκε η γη, οι κάτοικοι εξανδραποδίστηκαν, οι περιουσίες δημεύτηκαν. Πέρασε ο τύραννος και τα ρήμαξε όλα. Έτσι τουλάχιστον νόμισε, όπως νομίζει κάθε άμυαλος χαλαστής. Πάρθηκε η Νάουσα; Όχι! Η Νιάουστα, η περήφανη, η αγαπημένη, αυτή δεν μπορούσε να παρθεί ποτέ. Η Νάουσα δεν πάρθηκε, ξαναγεννήθηκε, γιατί πίστεψε πως επιτυχία δεν είναι τα πλούτη αλλά η λευτεριά. Ξαναγεννήθηκε η Νάουσα γιατί είχε κρυμμένη μέσα της την ανάσα της αιώνιας Ελλάδας. Η φωνή της, η φωνή της αφοβιάς του θανάτου, ο έρωτας της λευτεριάς και της ζωής μιλάει στις ψυχές και τις συγκλονίζει. Και το θαύμα γίνεται. Κοιτάξτε τις όχθες της Αράπιτσας. Οι Ναουσαίες δεν είναι πια μόνες. Στο χορό είναι πιασμένες Σουλιώτισσες, κόρες της Θεσσαλίας, του Μωριά και της Θράκης. Γυναίκες των Αιγαιοπελαγίτικων νησιών, των Επτανήσων, της Κρήτης και της Κύπρου, γυναίκες της Μικρασίας και του Πόντου.Ας χαιρετίσουμε λοιπόν αυτόν τον αναστάσιμο χορό, το χορό που μέσα στα ανάλαφρα λικνίσματά του κρατάει ακμαίο το μυστικό της αιώνιας Ελλάδας. Κι ας κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ σε αυτόν τον τόπο που έγινε σύμβολο. Γιατί τα σύμβολα δεν χάνονται. Είναι αυτά που κρατούν ζωντανά τα έθνη και δημιουργούν οράματα για το μέλλον.
ΤΡΙΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ
Τρία πουλάκια κάθουνταν επάνω στο Καρατάσι
Το 'να τηρεί τα Βοδενά, τ' 'άλλο κατά τη Βέροια,
το τρίτο το μικρότερο μοιρολογάει και λέγει
"Βάστα καημένη Νιάουστα τ' Αλή πασά τ' ασκέρι
καθώς βαστούν τα Γιάννινα χειμών' και καλοκαίρι.
Τι να βαστίξω η ορφανή και τι να νταγιαντήσω
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δε είναι τρεις και πέντε,
μον' είναι μήνες τέσσαρες και μέρες δεκαπέντε.
Άιτε ντελή Ζαφείρη μου, Μπράχο και Κωνσταντίνε μου".
ΚΑΠΕΤΑΝ ΡΟΜΦΕΗΣ Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΑΡΜΑΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΝΙΑΟΥΣΤΑΣ
Ατός του τούδε τ' όνειρο ο καπετάν Ρομφέης.
Ουδ' έτρωγεν, ουδ' έπινεν, ουδέ χαροκοπάει,
μον' τ' άρματά του τήραε, στέκει και τα ρωτάει:
Τουφέκι μου περήφανο, σπαθί μου πέρα-πέρα,
σαράντα χρόνους το έκαμα αρματολός και κλέφτης,
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
και το τουφέκι στο πλευρό όσο να ξημερώσει.
Ατός μου τούδα τ' όνειρο, καλά θε ν' αποθάνω.
Της νύχτας το περπάτημα και της αυγής ο ύπνος!
Σαν παν τ' αηδόνια στες φωλιές κι ομορφονιές να πλύνουν
πήρα κι εγώ τον ταϊφά να πάω να πολεμήσω.
Στη στράτα που επήγαινα, στο δρόμο που πηγαίνω
και βρίσκω ένα γέροντα, στέκω και τον ρωτάω:
-Καλή σου μέρα, γέροντα, -Καλώς τον καπετάνιο!
Καπτάν Ρομφέη, πούθ' έρχεσαι και πούθε να πηγαίνεις;
-Απ' τη Λασσόνα έρχομαι, στην Κατερίνα πηαίνω
-Αυτού μπροστά τουρκόσπιτα κι είναι Κονιαροχώρια
-Εγώ Τούρκους δε σκιάζομαι, Κονιάρους δε φοβούμαι,
εγώ 'μ' Ρομφέης ξακουστός, Ρομφέης ξακουσμένος.
Κι επήγε κι αποκλείστηκε μέσα σε μια κλησούλα.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο και πέντε μερονύχτια.
Φέρνουνε τόπι απ' τη στεργιά, κανόνια του πελάγου
να ρίξουν να χαλάσουνε αυτό το ρημοκκλήσι
κι αυτός έτρωγε κι έπινε, στο νου του δεν το βάνει.
Πρώτο γιουρούσι έκαμε με το σπαθί στο χέρι,
πέντε παιδιά του βάρεσαν, τον Κωνσταντή Τσαμάρα,
ψιλή φωνούλα έσυρεν, όσο κι αν ημπορούσε
"πάρε με, καπετάνιο μου, και μη μ' αφήσεις πίσω".
Πίσω γιουρούσι έκαμε και πάει σκοτωμένος.
Τον κλαίνε χώρες και χωριά, τον κλαίνε βιλαέτια,
τον κλαίει η μαύρη Νιάουστα κι η μαύρη Κατερίνη.
Ένα πουλάκι ξέβγαινε απ' το χωριό Ολύμπου,
μέρα και νύχτα περπατεί, μέρα και νύχτα κλαίει
και ψάχνει για την κλεφτουριά, τον καπετάν Ρομφέη,
μα ουδέ στ' Όλύμπου, φάνηκε μηδέ στην Κατερίνη.
Μας είπαν πέρα πέρασε, στη Νιάουστα πηγαίνει.
Βάστα, καημένη Νιάουστα, τ' Αλή πασά τ' ασκέρι
πως το βαστούν στα Γιάννινα χειμών' και καλοκαίρι.
-Τι να βαστάξω η ορφανή και τι να νταγιαντίσω,
δεν πολεμούνε κλεφτουριά, αλλ' ούτε και ζορμπάδες,
μον' πολεμάει Αλή πασάς με δεκαοχτώ χιλιάδες…
ΟΥ ΚΥΝΗΓΟΣ (Νάουσας)
Σηκώνουμι ένα προυί τρεις ώρις πριν να φέξει,
παίρνου νιρό κι νίβουμι κι πάνου για κυνήγι.
Στου δρόμου που ιπήγινα βρίσκου ένα κυπαρίσσι,
βρίσκου κι κόρη που' πλυνιν σι μαρμαρένια βρύση.
-Καλημιρά σου, λυγιρή! - Καλό στον κυνηγιάρη!
Για δέσι τα σκυλάκια σου σι λιμουνιάς κλουνάρι.
-Κόρη μου, τα σκυλάκια μου λαγούς πουλάκια πιάνουν
κι σαν ισένα λυγιρή πουτές δεν την δαγκάνουν.
Κι ου κυνηγός της έρριξιν μαντήλι να του πλύνει
κι η κόρη απού του φόβου της ουπίσου της του δίνει.
Η μάνα της την ίγλιπιν απού του παραθύρι.
-Ποιος είνι αυτός ου κυνηγός που σι έβαλιν στα ντέρτια
κι πώς δε συλλουγίστηκιν τα δώδικά σου αδέρφκια;
-Κι αν έχει δώδικα αδαρφούς κι αξάδαρφους σαράντα,
την κόρη σου την αγαπώ, τη θέλου δία πάντα!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου